εμπορία

εμπορία
η (Α εμπορία και ιων. τ. έμπορίη)
1. εμπόριο (ιδίως μέσω τής θάλασσας), συναλλαγές, δοσοληψίες
2. η άσκηση τού εμπορικού επαγγέλματος, η τέχνη ή η εργασία τού εμπόρου
αρχ.
1. εντολή, παραγγελία εμπορική
2. εμπόρευμα, πραμάτεια
3. στον πληθ. εμπορικές επιχειρήσεις («τάς τ' ἐμπορίας τὰς κερδαλέας», Αριστοφ.)
4. φρ. α) «κατ' ἐμπορίαν καὶ κατὰ θεωρίαν» — για να κάνουν εμπόριο και για να ιδούν
β) «ἐμπορίας ἕνεκα» — χάριν εμπορίου, για να εμπορευθούν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐμπορία — ἐμπορίᾱ , ἐμπορία commerce fem nom/voc/acc dual ἐμπορίᾱ , ἐμπορία commerce fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπόρια — trading station neut nom/voc/acc pl ἐμπόριον trading station neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπορίᾳ — ἐμπορίαι , ἐμπορία commerce fem nom/voc pl ἐμπορίᾱͅ , ἐμπορία commerce fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμπορία — η 1. το εμπόριο. 2. το επάγγελμα και η τέχνη του εμπόρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμπορίας — ἐμπορίᾱς , ἐμπορία commerce fem acc pl ἐμπορίᾱς , ἐμπορία commerce fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀμπόρι' — ἐμπόρια , ἐμπόρια trading station neut nom/voc/acc pl ἐμπόρια , ἐμπόριον trading station neut nom/voc/acc pl ἐμπόριε , ἐμπόριος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀμπόρια — ἐμπόρια , ἐμπόρια trading station neut nom/voc/acc pl ἐμπόρια , ἐμπόριον trading station neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπορίαι — ἐμπορία commerce fem nom/voc pl ἐμπορίᾱͅ , ἐμπορία commerce fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπορίαν — ἐμπορίᾱν , ἐμπορία commerce fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματεμπορία — Εμπορία του σώματος του ανθρώπου. Αγορά και πώληση ανθρώπων. Εκμετάλλευση γυναίκας ή και παιδιών. Με πρωτοβουλία της Γαλλίας έγινε τον Ιούλιο του 1902 διεθνής διάσκεψη στο Παρίσι, που σύνταξε το κείμενο σύμβασης για την καταδίωξη της σ. των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”